επίταγμα

επίταγμα
ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω]
διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.)
μσν.
ο φόρος που επιβάλλεται
αρχ.
1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.)
2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή («καὶ ἔστιν ὁ τοιοῡτος δῆμος ἀνάλογον τῶν μοναρχιῶν τῇ τυραννίδι... καὶ τὰ ψηφίσματα ὥσπερ ἐκεῑ τὰ ἐπιτάγματα», Αριστοτ.)
3. αξίωση («ἐπειδήπερ πολυτελής ἦν ἡ Νικαρέτη τοῑς ἐπιτάγμασιν», Δημοσθ.)
4. διάταξη, όρος συνθήκης («οὐδ’ ἀκούοντες ὑπομένειν ἐδύναντο τὸ βάρος τῶν ἐπιταγμάτων», Πολ.)
5. διευκρίνιση, λύση ενός προβλήματος ή υποδιαίρεση προβλήματος
6. βοηθητικό τάγμα στρατού, εφεδρεία («ὁ δὲ μετεπέμψατο σπείρας ἓξ ἀπό τῶν ἐπιταγμάτων», Πλούτ.)
7. (ειδ.) α) στρατιωτικό απόσπασμα από 8.192 ψιλούς, ισοδύναμο με δύο στίφη*
β) απόσπασμα από 4.096 ιππείς ίσο με δύο τέλη*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίταγμα — injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίταγμα — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίταγμ' — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγμάτων — ἐπίταγμα injunction neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγμασι — ἐπίταγμα injunction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγμασιν — ἐπίταγμα injunction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματα — ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματι — ἐπίταγμα injunction neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματος — ἐπίταγμα injunction neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”